- τριχάϊκες
- οἱ, Α(ως προσωνυμία τών Δωριέων οι οποίοι ήταν χωρισμένοι σε τρεις φυλές, στους Ὑλλῆς, τους Δυμᾱνες και τους Παμφύλους) οι διηρημένοι στα τρία.[ΕΤΥΜΟΛ. Δυσερμήνευτος τ. αβέβαιης σημ. και ετυμολ. Κατά μία άποψη, ο τ. τριχάϊκες (< *τριχα-Fικ-ες) με σημ. «αυτοί που αποτελούνται από τρεις φυλές» έχει σχηματιστεί από το επίρρ. τρίχα «σε τρία μέρη» και τη μηδενισμένη βαθμίδα *wik- τής ρίζας τής λ. οἶκος* (πρβλ. αρχ. ινδ. viś- «ομάδα από πολλές οικογένειες, κοινότητα»). Δυσχέρειες, όμως, γεννά τόσο το γεγονός ότι πρόκειται για μεμονωμένο τ. που εμφανίζει ως α΄ συνθετικό τριχα- αντί τού αναμενόμενου τρι-* όσο και τα δυσερμήνευτα μακρά -α- και -ι- τού τ. Επικρατέστερη, εξάλλου, θεωρείται η άποψη ότι ο τ. τριχάϊκες με σημ. «αυτοί που έχουν μαλλιά που ανεμίζουν», έχει σχηματιστεί < θρίξ, τριχός + -ᾱϊξ, -ᾱϊκος (θ. αϊξ- τού μέλλ. αΐξω τού ρ. ἀΐσσω «σκιρτώ, αναπηδώ»), πρβλ. κορυθ-άϊξ, πολυ-άϊξ].
Dictionary of Greek. 2013.